Βρικόλακες

Βρικόλακες, λέξη που στα νορβηγικά μεταφράζεται “αυτοί που περπατούν ξανά στη γη” ορίζοντας κατά κάποιο τρόπο εμάς τους ίδιους που ερχόμαστε, φεύγουμε κι επανερχόμαστε σε ό,τι ορίζει τον κόσμο μας και τον κόσμο των άλλων που συναντιέται με τον δικό μας μέσα από τις ιδέες μας, τις εμμονές μας, τον τρόπο ζωής μας, τις αναμνήσεις που δημιουργούμε ενώ ήδη ζούμε, το αποτύπωμα που αφήνουμε στους γύρω μας όσο υπάρχουμε, μέσα από κάθε μέσο και τρόπο.

Όχι τυχαίο που στους ηθοποιούς υπήρχαν Πιττακή και Καραζήσης, η πρώτη πολύ περισσότερο επιδραστική πάνω μου σε σχέση με τον δεύτερο αλλά και οι δύο είναι ηθοποιοί που μεγαλώσαμε παράλληλα όλα αυτά τα χρόνια που συστηματικά παρακολουθώ θέατρο, κοντά στα 30 σχεδόν. Ήταν αυτό ένα κριτήριο για να προσεγγίσω την παράσταση και σε ό,τι αφορά αυτούς τους συγκεκριμένους δεν έπεσα έξω. Η Ρένη Πιττακή ως χήρα Άλβινγκ εξαιρετική, ο πάστορας Ακύλας Καραζήσης με μια ερμηνεία απολύτως πιστή των υποχρεώσεων που δημιουργούσε ο ρόλος που έπαιζε, αμφότεροι να προσπαθούν να πετύχουν να παίξουν ανθρώπους που το συναίσθημά τους είχε πνιγεί απ΄το καθήκον, κάτι όχι και τόσο εύκολο όταν πρέπει να ισορροπήσει κανείς μεταξύ ψυχρότητας και συγκίνησης.

Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη παράσταση έμοιαζε να είναι αυτό ακριβώς που είναι η δύναμή της, δηλαδή το κείμενο και η ένταση που προκαλεί. Ένα έργο που κανείς δεν ήθελε να ανεβάσει στο θέατρό του όταν πρωτογράφηκε και με τη λογοκρισία να το απαγορεύει σε χώρες με θεατρική κουλτούρα όπως η Μ. Βρεττανία αρκετά χρόνια μετά τη συγγραφή του, μπορεί ακόμη και σήμερα να δημιουργήσει προβληματισμούς και διαφορετικές ερμηνείες πάνω σε θέματα που μας βασανίζουν ακόμη και σήμερα.

Έτσι, η απουσία μουσικής εμπόδιζε κάποιες στιγμές τη ροή του έργου λόγω της συνεχούς προσήλωσης που απαιτούσε η βαθιά ησυχία επί σκηνής, ενέργεια που δημιουργούσε κόπωση στον θεατή, ενώ παράλληλα το συγκεκριμένο στοιχείο σε συνδυασμό με την κλασική απόδοση του κειμένου και παρά τις γενικά καλές ερμηνείες των ηθοποιών, εμπόδιζε την κορύφωση ή όταν αυτή επιτυγχανόταν, ο θεατής είχε ήδη παραδώσει το πνεύμα λόγω του στεγνού περιβάλλοντος όπου εξελισσόταν η παράσταση.

Με σκηνικά που έδιναν ενδιαφέρον για τον τρόπο που όριζαν μινιμαλιστικά και λειτουργικά τους χώρους που κινούνταν οι ηθοποιοί, φωτισμούς που τόνιζαν ή ξεθώριαζαν στιγμές ρόλων από τη φόρτισή τους και κοστούμια που ανταποκρίνονταν στις επιταγές της εποχής και την τάξη εκάστου από τους συμμετέχοντες στο έργο, η παράσταση είχε κάθε δυνατότητα να εμπνεύσει περισσότερο συναίσθημα απ’ ότι τελικά κατάφερε να κάνει. Με όλους τους παραπάνω παράγοντες να επιδρούν θετικά στη ροή του έργου, είναι απορίας άξιο πώς δεν κατάφερνε η παράσταση να διεγείρει τον θεατή που δεν ήταν υποψιασμένος, που δεν είχε τις κεραίες του απολύτως ανοιχτές, που δεν έβλεπε τον εαυτό του ή τη ζωή του μέσα από τους ρόλους και τους διαλόγους που γίνονταν στη σκηνή.

 Σαράντης, Κολλιοπούλου, Μπερικόπουλος σχετικά καλοί στους ρόλους τους σύμφωνα με έναν ιδιότυπο μέσο όρο των τριών χαρακτήρων που ερμήνευαν, με τον καθένα να τα καταφέρνει είτε οριακά καλά (Μπερικόπουλος), είτε οριακά μέτρια (Σαράντης στο ρόλο του Όσβαλντ) είτε ουδέτερα (Κολλιοπούλου) στη μεταφορά επί σκηνής.

Με τις απορίες που υπήρχαν πριν παρακολουθήσω την παράσταση να εξακολουθούν να μένουν απορίες και μετά, μπορώ να τη συστήσω μόνο σε κάποιον που έχει την θεατρική περιέργεια να τη δει από κοντά σε αυτό το θέατρο, με αυτούς τους συντελεστές και σε όποιον έχει την όρεξη να αναμετρηθεί με τους δαίμονες που ξυπνούν από τους Ιψενικούς πρωταγωνιστές βρικόλακες. Οι υπόλοιποι απλά θα κουραστούν. Πολύ.

Στα βαθιά

Το πρωί πριν φύγω για βόλτα με το κορίτσι περνώντας με το βλέμμα πάνω από μια παλιά φωτογραφία μου, έμεινα για λίγο να την κοιτάω με την προσοχή που περιεργάζεται κανείς κάτι που βλέπει για πρώτη φορά ή έχει πολύ καιρό να δει. Τον χειμώνα του 2001 με το πρόσωπο το μόνο εκτεθειμένο σημείο, το βλέμμα και η στάση του σώματος μαρτυρούσαν κάτι διαφορετικό από το σήμερα, ο τύπος στην εικόνα σίγουρα με θύμιζε αλλά μάλλον ήταν άλλος. Χρόνο δεν είχα για να τον κοιτάξω περισσότερο, πήρα το σκυλί και φύγαμε.

Στον δρόμο κάποια στιγμή επανήλθε η εικόνα σαν από πείσμα, ότι δηλαδή δεν της έδωσα τη σημασία που έπρεπε και γύρισε πίσω να με βασανίσει. Τυχαία (;) είχα και τα τσιγάρα μαζί, άναψα ένα προχωρώντας και σκεφτόμουν γιατί εκείνο το βλέμμα κι η συγκεκριμένη στάση, ήταν όλα καλά τη στιγμή της λήψης, βρήκε τελικά ο άνθρωπος της φωτογραφίας αυτό που ζητούσε; Ξέρουμε σήμερα που ζει και με τί ασχολείται; Έχει τις ίδιες επιθυμίες με τότε; Λογικά όλα θα έχουν αλλάξει. Δεν είναι μόνο τα χρόνια σαν αριθμός που μετράνε, είναι κυρίως όλα αυτά που δεν φαίνονται αλλά υπάρχουν εκεί, στα θεμέλια, στις ντουλάπες και στους τοίχους που δεν βλέπεις. Περνώντας ο χρόνος έχεις μεγαλύτερη ανάγκη να ξεχνιέσαι ακόμη και με πράγματα που νόμιζες κάποτε για ξένα ή έμοιαζαν με ψέμματα, η στάση του σώματος είναι πια γεμάτη περισσότερη αυτοπεποίθηση αλλά τα μάτια, εκεί στις κόρες, είναι πιο μικρά, δεν δίνουν περιθώρια να τα διαβάσει κανείς εύκολα, λιγοστεύουν με τον καιρό τα κενά.

Στο γυρισμό η αναζήτηση του ανθρώπου της φωτογραφίας οδήγησε την έρευνα στον καθρέφτη. Για ένα λεπτό περίπου το γυαλί έδειχνε ένα πρόσωπο περασμένο με την πατίνα του χρόνου, μουσάκι, μαλλιά γκρίζα, γένια αξύριστα όχι από άποψη αλλά από διάθεση, αρκούσε μόνο αυτό για να χαθούν τα ίχνη; Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα πολλά κοινά στις δυο εικόνες, ούτε πριν με μετά δεν θα τις έλεγα. Kάποια κοινά στοιχεία δεν αρκούν από μόνα τους για να επανασυστήσουν το όλον κι η αμνησία του μυαλού μερικές φορές λειτουργεί σωτήρια στο να μπορεί κανείς να προχωρήσει μπροστά. Εκτός και αν, αυτό ήταν μια σκέψη της τελευταίας στιγμής, τα υπό εξέταση πρόσωπα του καθρέπτη και της φωτογραφίας, δεν ήταν ένα αλλά ανήκαν σε δύο τελείως διαφορετικούς ανθρώπους που δεν τους εμποδίζει κάτι στο να μη θυμίζει τίποτα ο ένας στον άλλον. Λογικό αν σκεφτεί κανείς πως πρέπει πρώτα να μηδενίσεις αν θες να κάνεις μια νέα αρχή ή να πεθάνεις αν θέλεις κάποια στιγμή να ξαναγεννηθείς.

4321

Τελείωσε. Μέσα σε αντικρουόμενα συναισθήματα σε ότι αφορά τόσο την ανάγνωση του βιβλίου ως αναγνώσματος όσο και των όσων εμπνέει για όσους θυμούνται κάτι από την εποχή που έζησαν ως παιδιά – αγόρια – έφηβοι – άντρες. Αντικρουόμενα γιατί αφενός δεν ήθελες να τελειώσει, αφετέρου γιατί ένοιωθες ότι ο κύκλος όλων όσων περίμενες να διαβάσεις αφού κατάλαβες την πορεία της ιστορίας, είχε αρχίσει να κλείνει και έπρεπε κάποια στιγμή να τελειώσει.

Με ρυθμό που πρωτοσυνάντησα διαβάζοντας το “Πόλεμος & πόλεμος” του Λάζλο Κρασναχορκάι αλλά περιέργως χωρίς να δημιουργεί το ίδιο αδιέξοδο, την ανάγκη δηλαδή να σταματήσεις το διάβασμα για να πάρεις ανάσα χωρίς να περιμένεις να μπει μια τελεία. Δεν είναι η εκπαίδευση του αναγνώστη μετά την ανάγνωση 2-3 παρόμοιων βιβλίων ο λόγος, περισσότερο είναι ότι τώρα το θέμα είχε να κάνει με αισθήματα και καταστάσεις που έχουμε βιώσει λίγο – πολύ ως δικές μας, ο Auster με τη γραφή του μας θυμίζει κάποια απ´όσα ζήσαμε, κυρίως ως έφηβοι, και αισθανθήκαμε, στον “Πόλεμο” ήταν κι ένα αδιέξοδο ώρες ώρες η μοναδικότητα όσων ένοιωθε ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.

Στο 4321 δεν παρέλασε μόνο η Αμερική των ’50s-60’s. Πέρασε και η μετάβαση των ηρώων του από την απορία στην ψηλάφηση, απ´το μπουσούλημα στο σίγουρο περπάτημα κι από την συνειδητοποίηση στην εξέλιξη, τα 2/3 της διαδρομής του αινίγματος της Σφίγγας με ό,τι κόστος μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο τόσο για τον άνθρωπο που προχωρά όσο και για τους εαυτούς του που αφήνει πίσω μετά από κάθε νέο τέλος ή κάθε αρχή μετά από τέλος.

Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να τρομάξει ή καλύτερα να εκπλήξει όποιον το διαβάσει, είναι η ευκολία με την οποία μπορεί να μπει στα παπούτσια των ηρώων του Auster, να ταυτιστεί με τις κάθε λογής επιλογές τους και ενδεχομένως να δει την δική του πιθανή πορεία ζωής σε περίπτωση που επέλεγε διαφορετική κατεύθυνση στα σταυροδρόμια που συνάντησε στις ηλικίες από 15 έως 25 χρονών.

Γιατί μπορεί διαβάζοντας τις σελίδες να γνωρίζει κανείς καλύτερα την Αμερική την περίοδο που τρέχει η ιστορία αλλά αυτό λίγο έχει να κάνει με τα πρόσωπα που συναντάει όποιος διαβάζει το βιβλίο. Το σημαντικό είναι οι μια σταλιά άνθρωποι με τα μεγάλα τους όνειρα, τις ματαιώσεις, τους έρωτες, τους χωρισμούς και τις χαμένες τους προσδοκίες καθώς ανεβαίνουν βαθμούς στην επετηρίδα της ηλικίας, η συνύπαρξη μέσω όλων αυτών, των πολλών μας εαυτών και των μικρών θανάτων τους μέχρι να καταφέρει ο ένας, ο εκλεκτός, ο καλύτερος, ο παρόν, να ξεπεράσει όλα τα προηγούμενα και να ολοκληρώσει την πορεία ενηλικίωσής του χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τελειώνει η ιστορία ή το βιβλίο. Απλά το τέλος του βιβλίου είναι μια άνω τελεία στη διαδρομή της ζωής, ένας οδηγός επεξήγησης όσων οδήγησαν εμάς εδώ και μια απόπειρα ερμηνείας στο τί μέλλει γενέσθαι στην πορεία.

Αυτό είναι το στοιχείο που κάνει μεγαλειώδες το εγχείρημα του Auster να μεταφέρει όλες αυτές τις ζωές στο χαρτί, όπου ζωές είναι οι επιλογές και οι συμπεριφορές που τις καθορίζουν, για να ετεροπροσδιοριστούν στη συνέχεια μέσα από τα νέα πλαίσια που τις οδήγησαν αυτές οι συμπεριφορές, στα μονοπάτια των οποίων θα προσδιοριστεί το όχι και τόσο άγνωστο τελικά μέλλον.

Ένα βιβλίο που η απλότητα της περιγραφής τόσο σύνθετων συναισθηματικών καταστάσεων σε τέτοια έκταση και συγχρόνως σε τέτοιο βάθος, αρκεί από μόνη της να το χαρακτηρίσει μεγαλειώδες. Η γραφή του Auster, με την πυκνότητα και την διαύγεια στην περιγραφή της, γραφή απίστευτα δουλεμένη που επιτυγχάνει να κάνει κάτι τόσο υπερμεγέθες δύσκολο εγχείρημα να φαίνεται εύκολο μέσα από την αδιάλειπτη ροή της, είναι αποκαλυπτική για όποιον αντέξει να προχωρήσει στο διάβασμα των 1.217 σελίδων του βιβλίου. Η δε μετάφραση, δωρική στις σημειώσεις και ακριβής στις μεταφορές ρυθμού, γλώσσας, έντασης, εποχής, ήταν κυριολεκτικά μέσα στο πνεύμα του βιβλίου.

Ένα βιβλίο, συγκλονιστικό.

Λίγο πιο πριν απ’ το μετά

Τα μυστικά παραμένουν μυστικά κι ανομολόγητα, ώρες μοναξιάς ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους, στην αρχή που προσπαθείς να μάθεις πώς να το χειριστείς οι καλύτερες στιγμές είναι σε μεγάλες παρέες όπου όλο και κάποιος θα μιλά καλύπτοντας το κενό σου, στη συνέχεια αναπτύσεις δεξιότητες πάνω στο πώς να μιλάς για σένα χωρίς να λες απολύτως τίποτα, κάποιες φορές συμβαίνει σε μπαράκια με δυνατά τη μουσική, πάνω σε όρθια σκαμπό, ακουμπώντας σε μια μπάρα, δίπλα σε τσιγάρα, αναπτήρα μπικ κι ένα ποτό δικό σου, άλλες φορές είναι στον δρόμο ανάμεσα σε αγνώστους, σε ουρές αναμονής, σε μεγάλες αίθουσες αναχώρησης τρένων, ΚΤΕΛ ή αεροπλάνων, ξένος ανάμεσα σε ξένους που να σας συνδέει η προοπτική μιας επικείμενης αναχώρησης παράλληλα με την μη υποχρέωση στο να πει κάποιος κάτι, στο τέλος της όποιας διαδρομής έχει αυτός ο κύκλος εσωστρέφειας νομίζω πως η καλύτερη επιλογή είναι οι φίλοι που γνωρίζοντάς τους αισθάνθηκές πως ήσασταν από πάντα μαζί, φίλοι καρδιακοί και με την ίδια νοοτροπία ζωής, από αυτούς που δεν χρειάζεται να τους πεις και να σου πούνε τίποτα, που περνάτε ώρες, βράδια, νύχτες μαζί και είναι πιο πυκνός ο χρόνος τους από πολλά χρόνια περασμένα με όλους τους άλλους, που ταξιδεύεις χίλια χιλιόμετρα και ένα τραγούδι μόνο και μόνο για να μοιραστείς μια φωτιά όταν ο αναπτήρας σου κολλήσει, δεν είναι στερεοτυπικές εικόνες ενός ανθρώπου μόνου όλα αυτά, απλά έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι που δεν χρειάζεται να πουν τα πάντα για να συνεννοηθούν, άνθρωποι που ζουν περισσότερο μέσα από ό,τι αισθάνονται παρά από όσα συμβαίνουν, διαισθητικά ταξίδια ή μεταφορά σε άλλες διαστάσεις; κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος με αυτά τα πράγματα, ο κόσμος είναι πολύ σκληρός με όσους είναι ο εαυτός τους γιατί ακολουθώντας το ένστικτό του κανείς ξεχωρίζει τρομάζοντας όμως τους υπόλοιπους, το να μπορείς να μην επιβεβαιώνεις στον εκάστοτε απέναντι τα χειρότερα σενάρια που νομίζει πως πιστεύεις γι’ αυτόν είναι κάτι πολύ σκληρό για να το αντέξει η πλειοψηφία των πολλών, μερικές φορές τιμωρείσαι από πολύ νωρίς για την διαφορετικότητά σου καλά καλά μόλις αρχίσεις το σχολείο έτσι ώστε ενήλικας πια να έχεις διαμορφώσει την άμυνα που ταιριάζει περισσότερο με την ηλικία σου, μπορεί τα παιδιά να είναι σκληρά όταν είναι μικρά κι ανοίγουν το στόμα τους αλλά είναι σκληρότερο όταν σε αποφεύγουν χωρίς να πουν τίποτα, χωρίς κάτι να εξηγείται, όταν μάλιστα γίνεται συντονισμένα και συντεταγμένα σε μεγαλύτερες τάξεις, σε σχολές, σε δουλειά, οπουδήποτε, εξηγούνται μ’ αυτό τον τρόπο και τα χαμόγελα και η διαχυτικότητα σε όποιον είναι μόνος κι αυτό γιατί η κοινωνικοποίηση είναι η καλύτερη επίθεση που καταφέρνει και κρύβεται πίσω από την άμυνα, πόσα ξενύχτια, πόσες αγωνίες, πόση λύπη και πόσες ερωτήσεις χωρίς απαντήσεις μπορεί να ξεδιπλώσει κανείς για να μετρήσει τα χιλιόμετρα του αδιεξόδου, δεν είναι τα ναρκωτικά η αιτία, είναι το ταξίδι που δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς όταν είσαι εγκλωβισμένος σε πορεία ανάποδα σε αδιέξοδο, πόσοι άνθρωποι γύρω που τελικά δεν πίστεψαν ποτέ σε σένα, πόσες φορές έχεις γίνει προβολή στην εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα αναλόγως της φάσης, της ηλικίας, των ανικανοποίητων επιθυμιών και των συμβιβασμών τους, πόσες απογοητεύσεις και προδοσίες από αυτούς που διάλεξες να έχεις δίπλα σου για τα δύσκολα κι έφυγαν για να μπορέσουν να ρίξουν σε σένα την ευθύνη, πόσες φορές να μηδενίσει ο χρόνος και ν’ αρχίσει απ’ την αρχή να ξαναμετράει, πόσους θανάτους τελοσπάντων αντέχει να χωρέσει κανείς μέσα σε μια γαμημένη ζωή μέχρι να την πάρει επιτέλους στα χέρια του;

Καπνίζοντας έξω

Το θέμα είναι να μη γίνει η αρχή. Άπαξ και γίνει δύσκολα μπορείς ν’ αλλάξεις συνήθειες στη συνέχεια. Άνθρωποι που μιλάς ή χαιρετάς ή ανταλλάσσεις μαζί τους ευχές και άλλα σχετικά σε γενέθλια, γιορτές και επετείους κάπως σαν να παραμερίζουν. Σαν να μπαίνουν στο κάδρο σιγά σιγά και να χάνουν τον κεντρικό ρόλο που παίζουν σ’ αυτό που λέγεται κοινωνικότητα αλλά στην ουσία είσαι εσύ αυτός που κάνει στην άκρη κι απομακρύνεται. Κι είναι όπως η εξουσία του δυνατού που μαγνητίζει τους ανθρώπους αλλά στο αντίθετο αυτό που λειτουργεί εδώ. Μόλις γίνει αντιληπτό ότι δεν σκοπεύεις να κάνεις πρώτος κίνηση εσύ, ο άλλος αποφεύγει το βλέμμα, στρέφεται στη βοήθεια του δικού του κοινού και σ’ αφήνει να συνεχίσεις το μοναχικό σου ταξίδι μέσα στη σιωπή της νυχτερινής θάλασσας.

Την εποχή που οι άνθρωποι είναι τόσο μπλεγμένοι μεταξύ τους και πιασμένοι τόσο σφιχταγκαλιασμένα με τα κοινωνικά δίκτυα ακόμη κι ο ίδιος ο Σαμαράκης θα δυσκολευόταν να πιστέψει πόσο ξεπεράστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η διαπίστωσή του για τις στέγες των ανθρώπων τις τόσο κοντινές και τις τόσο μακρινές παράλληλα καρδιές τους. Μέχρι που πιστεύω πως δεν θα μπορούσε να το εκφράσει κιόλας αν τρόμαζε από την συνειδητοποίηση ότι η κοινωνικοποίηση των ανθρώπων σήμερα φέρνει περισσότερο σε ταξίδι που κάνουν οι σταγόνες της βροχής που πέφτουν στο έδαφος παρά σε κουβέντα και άνοιγμα ψυχής, λέμε τώρα. Μία βουβή συνύπαρξη, ένα ταξίδι εκπλήρωσης με το που ακουμπήσουν μία επιφάνεια, χωρίς μελό αποχαιρετισμούς και κουβέντες περιττές. Άλλωστε το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν κι αυτό ήταν γνωστό σε όλους πολύ πριν αναπτυχθεί ο Λόγος.

Δεν χρειάζεται φυσικά να δραματοποιούμε την κατάσταση ούτε να τρέφουμε την drama queen που έχουμε μέσα μας. Απλά εκεί που κάνεις το τσιγάρο σου ανάμεσα σε τόσο κόσμο που γνωρίζεστε και χωρίς να έχετε ανταλλάξει ποτέ ένα γεια, έχετε τουναντίον γράψει κι αισθανθεί ένα σωρό άλλα πράγματα, αληθινά αισθήματα σ’ έναν εικονικό κόσμο, μοιάζει τρομακτικό να μη μπορείς ν’ απλώσεις το χέρι σου και απλά να καταφέρεις να συστηθείς. Ίσως σε μια επόμενη φορά, κάτω από μια ανάρτηση. Σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι, ε;

Ο καφές

25435551_2221416588085312_391237098_o

Τον καφέ που έπινα γλυκό τώρα τον πίνω μέτριο και σιγά σιγά θέλω να καταφέρω να τον κάνω σκέτο. Είτε από κεκτημένη ταχύτητα είτε γιατί ο τύπος στον μπουφέ ξέρει για μένα καλύτερα κι από μένα τον ίδιο, στο ποτήρι δεν σημάδεψε καμία ένδειξη. Σαν να μου λέει πάρε τον χρόνο σου κι εγώ είμαι εδώ ό,τι κι αν αποφασίσεις.

Το πρωί στον δρόμο για τη δουλειά μ’ έπιασε κόκκινο μπροστά από έναν άστεγο που καθόταν στο πεζοδρόμιο πάνω σ’ ένα χαρτόκουτο κρατώντας ένα χαρτόνι που έγραφε “ΒΟΗΘΕΙΑ ΕΙΜΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΠΕΘΑΙΝΩ”.  Στο πράσινο έφυγα και πήρα μαζί μου τη σκέψη πως οι περισσότεροι δεν θα βοηθούσαν, εύκολο το σκεπτικό πως δεν μπορεί να πεθαίνει κάποιος που είναι ζωντανός κι αρτιμελής μπροστά τους. Έμεινα να κουβαλάω μέσα μου την απορία του πόσες φορές μπορεί να πεθάνει κανείς σε μια ζωή και πόσες γεννήσεις αντέχει να ζήσει. Κόψιμο ομφάλιου λώρου, διακοπή θηλασμού, πριν καλά καλά πατήσουμε πόδι στη ζωή μοιάζει περισσότερο να ήρθαμε ως κατοικίδια συντροφιά σε Λερναία Ύδρα παρά με το ταξίδι ενός Φοίνικα.

Πηγαίνοντας πιο μετά ν’ αγοράσω κάτι απαραίτητο για μένα, η ειδικός μου είπε πως τον πρώτο καιρό θα πονάω. Εκεί ήταν που σκέφτηκα πως “ξέρω από πόνο” και την ίδια στιγμή μια ανατριχίλα σκαρφάλωσε στον σβέρκο, μόνο με την σκέψη πως είναι κάπου εκεί έξω κι ας μην τον νοιώθω. Δεν ξεχνιέμαι, αν ποτέ πονέσεις πραγματικά στο σώμα έστω και μια φορά ακόμη κι οι λέξεις έχουν άλλη βαρύτητα, όσο δύσκολα κι αν διεκπεραιώνεις κάτι μοιάζεις να μην σε καταβάλει τίποτα και κανένας.

Κύκλοι που διαγράφονται γύρω από άλλους κύκλους, λόγια που λέγονται και σκέψεις που απλά εξατμίζονται, ο καθένας και το χαρτόνι του, πώς αλήθεια να βοηθήσεις κάποιον που μοιάζει τόσο πολύ με σένα, εσύ ο ίδιος ξέρεις ποιός είσαι;

 

Σαν σήμερα

Το ’95 εκεί στα πέριξ της Πανόρμου ήμουν με μια φίλη και ψάχναμε βραδιάτικα ένα μέρος για να τσιμπήσουμε κάτι. Ήταν ο Μυτάρας πάνω στη λεωφόρο, ένα – δύο πιο οικογενειακά στη πλατειούλα αλλά εμείς προτιμήσαμε από τίτλο ένα πιο απόμερο, το “Καπηλειό ο Μετανάστης”. Ήταν μαγαζί που μονίμως δεν είχε πολύ κόσμο κι αυτό δεν πρέπει να οφειλόταν στην φτωχή πλην τίμια κουζίνα του αλλά σε παράγοντες όπως ότι ο σερβιτόρος που ήταν κι ο ιδιοκτήτης ήταν εντελώς αντιεμπορικός, με λόγια τα απολύτως απαραίτητα συν ότι λέξεις έγραφε κι ο κατάλογος, με ρεμπέτικα να βγαίνουν σε μόνιμη βάση από τα ηχεία και μια σιωπή στα κενά των τραγουδιών τόσο παχιά που ώρες ώρες σκέπαζε και τη μουσική όταν είχε ήδη αρχίσει ο ενισχυτής να παίζει.

Την ένταση που υπήρχε εκείνο το βράδυ αμίλητη στον αέρα σαν πάχνη που είχε κάτσει στα κεφάλια μας, τον ηλεκτρισμό που εξέπεμπε ο χώρος, τη μουσική και ό,τι άλλο περιείχε τον μετανάστη μέσα του – όπως τα κάδρα με τις φωτογραφίες του ’60, προσωπικά αντικείμενα ντεκόρ όχι στη κουλτούρα της επίδειξης αλλά ενσωματωμένα στον χαρακτήρα του χώρου, ακόμη και τα τσιγάρα του Άσσος κασετίνα που κάπνιζε αργά αργά όταν δεν είχε εκκρεμότητες με τα τραπέζια – όλα εκεί μέσα αναδείκνυαν την άλλη όψη του μετανάστη. Όχι αυτού που έφυγε απ’ τη μιζέρια της Ψωροκώσταινας, για να παίρνει το καλό μεροκάματο που του αξίζει ή που ασχολείται μόνο με τη δουλειά του έχοντας δεδομένη την ακρίβεια στην ώρα που περνάει η συγκοινωνία του ή κλείνοντας από καιρό ραντεβού για τις ετήσιες ιατρικές του εξετάσεις. Το καπηλειό, περισσότερο απ’ όλα έβγαζε προς τα έξω την δύναμη της μοναξιάς που σε χαλυβδώνει όταν είσαι μακριά από κάθε τι αγαπημένο και το μελετάς νοσταλγώντας την επιστροφή ακόμη κι όταν ξέρεις ότι επιστρέφοντας τίποτα δεν θα είναι πάλι ίδιο.

Όλα αυτά μαζί τα θυμάμαι σήμερα κι ακόμη μ’ ανατριχιάζουν, σήμερα που έριξα μια ματιά στα κλειστά πατζούρια και σκέφτηκα τον ένα χρόνο κλεισμένο έξω του μετανάστη που μετράει τις αμέτρητες μέρες για να γυρίσει, να μπει στο σπίτι και ν’ ανοίξει τα στόρια, κι αφού κάνει ένα σιωπηλό τσιγάρο χαζεύοντας τις ίδιες εικόνες με αυτές που φεύγοντας άφησε πίσω του, να σηκωθεί να συνεχίσει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα απ’ όλα.

Να προχωρήσει μπροστά.

Είναι κανείς εδώ;

21057896_2161938610699777_1580723252_o.jpg

Είναι κάποιοι άνθρωποι που το παρόν δεν το αντέχουν. Παρόλα αυτά κυκλοφορούν ανάμεσα στους άλλους και τους συναντάς στα πιο συνηθισμένα μέρη, να συμπεριφέρονται σαν να μην έχει αλλάξει γύρω τους τίποτα.

Είναι αυτοί που κάθονται στο τραπέζι του καφενείου και βγάζουν το τσιγάρο τους από ένα πακέτο Sante ή αυτοί που περιμένουν στη γέφυρα να γεμίσει το καραβάκι για να περάσουν απέναντι στο Αντίριο, ίδιοι μ’ αυτόν που πηγαίνει κάθε μέρα στο νεκροταφείο ν’ ανάψει το καντήλι στην κυρά του και να της πει τα όποια χθεσινά νέα ή μ’ αυτόν που περνά για ένα “γεια” στα κλεφτά, από μέρη που κάποτε ήταν γεμάτα ζωή και τώρα ρημάζουν άδεια, στεγνά, κουβαλώντας μέσα τους ανθρώπους που ξεσυνήθισαν τη γλυκάδα μιας κουβέντας.

 

 

Περιμένοντας


Στα χρόνια που πέρασαν – και έχουν περάσει κάμποσα – είμαι ο ίδιος με αυτόν που ήμουν πριν αρχίσουν να περνάνε. Πέραν δηλαδή του ονοματεπωνύμου που παραμένει ως είχε από πάντα, είμαι ο ίδιος με αυτόν που θυμάται σαν χθες το βράδυ που έχασα το σινεμά με τη παρέα στο Γυμνάσιο, το τέλος μιας σχέσης της Α’ Λυκείου, τις πρώτες διακοπές με φίλους καλοκαίρι, το κοριτσάκι που βάφτισα, τον πανικό απ’ τα σπρωξίματα στο πρώτο γκολ μέσα στη Σκεπαστή αλλά και τις συνέχειες όλων αυτών, με κάθε λογής σμιξίματα, χωρισμούς, φάσεις από στρατιωτικό, συναυλίες, γήπεδο, διακοπές κι ένα σωρό ακόμη ορόσημα, τα οποία θυμάμαι σαν χθες.

Κι αναρωτιέμαι πώς γίνεται ακριβώς, ποιός να είναι αυτός ο μηχανισμός που αφενός ενεργοποιεί τις αισθήσεις μας εντελώς αντανακλαστικά ως άρνηση της πραγματικότητας, τη στιγμή που έκπληκτοι διαπιστώνουμε πως το βαφτιστήρι τελείωσε κιόλας το Πανεπιστήμιο ή ότι αυτή η φωτογραφία στο άλμπουμ που σε δείχνει μετά τα νεύρα που είχες για το μηχανάκι που χάλασε είναι μόλις (!) πριν 20 χρόνια, αφετέρου δε όλος αυτός ο χρόνος που έχει περάσει σε έχει ακουμπήσει περισσότερο εσωτερικά απ’ ότι δείχνεις κι εσύ ο ίδιος σαν εικόνα. Σαν ν’ αφήνεις το σώμα σου ν’ ακολουθεί τους κοινωνικούς κύκλους που επιτάσσουν οι εκάστοτε επιταγές της στιγμής ενώ παράλληλα το μυαλό κόβει δρόμο μέσα από deja vu χαρτογραφημένες διαδρομές. Και παραδόξως το σώμα ακολουθώντας τη φυσική του φθορά να δείχνει ως φυσιολογικό όποιο σημάδι την τονίζει, σε αντίθεση με τη πορεία του μυαλού που ξενίζει πολύ περισσότερο είτε όταν εκφράζεται αντιδιαμετρικά με το αναμενόμενο κόστος είτε ακόμη περισσότερο όταν δεν ακολουθεί μια πιο γραμμική πορεία.

Ίσως γι’ αυτό τελικά το “εγώ είμαι εδώ” συναίσθημα που τρέφεις για τους ανθρώπους σου να μην είναι και τόσο άδικο να παρεξηγείται καθώς η ένταση της παρουσίας του είναι αντιστρόφως ανάλογη με την απουσία ενσυναίσθησης των περισσοτέρων από αυτούς.

Λευκή καταιγίδα


Είκοσι χρόνια μπορεί να είναι είκοσι χρόνια μπορεί όμως να είναι και μισή ζωή. Ο καθένας έχει τη δική του μονάδα μέτρησης πέραν της απτής κοινής αριθμητικής. Μονάδα που συνίσταται με μουσικές, εποχές, σχέσεις, φίλους, παρέες, γεγονότα. Κάποιες φορές μπορεί να μην είναι και τίποτα απ’ όλα αυτά. Ένα πρωί φεύγοντας, κλείνεις τη πόρτα χωρίς ούτε καν εσύ ο ίδιος να ξέρεις πως θ’ αργήσεις τόσο να επιστρέψεις. Και ο χρόνος παγώνει μαζί με τις αναμνήσεις.

Στο τηλέφωνο μαθαίνεις κάποια νέα, το ίδιο και σε οικογενειακά τραπέζια αλλά όλο αυτό είναι πολύ επιφανειακό και δεν σ’ ακουμπάει. Πρέπει να το ζήσεις για να το νοιώσεις. Να κοιτάξεις, ν’ ακουμπήσεις, να μυρίσεις, να περπατήσεις. Να γυρίσεις. Και γύρισα.

Βγαίνοντας απ’το αμάξι, αμηχανία. Τίποτα δεν είναι ίδιο. Ίσως φταίει ότι είναι ακόμη αρχή, όλα θέλουν τον χρόνο τους. Ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι και το χέρι αυθόρμητα ψάχνει να βρει στο ραδιόφωνο έναν οποιοδήποτε τοπικό σταθμό. Περιμένεις να έρθει το πρωινό, σηκώνεσαι πρώτος και βγαίνεις έξω αθόρυβα και μυστικά ενώ κοιμούνται όλοι. Ίδιος με λαγωνικό φερμάρεις κάθε μέρος που γύρναγες πεζός ή με το ποδήλατο, τα βήματά σου ξετρυπώνουν κάθε ανάμνηση που σε περιμένει ατόφια να εμφανιστείς. Περνάς απ’ το σημείο όπου έγινε το μεγάλο χτύπημα με το ποδήλατο, χαζεύεις το μέρος που είχατε το δεντρόσπιτο καθώς τώρα δεν υπάρχει τίποτα που να το θυμίζει, σταματάς έξω απ’ το σπίτι όπου έμενε ο πρώτος σου έρωτας και την αυλή του όπου της έδωσες ένα ερωτικό γράμμα μέσα στον ασπρομπλέ φάκελλο της αλληλογραφίας. Απ’ έξω έχει ένα κηδειόχαρτο. Για δευτερόλεπτα πιάνεις τον εαυτό σου να ψάχνει με αγωνία το όνομα, ευτυχώς είναι μιας γιαγιάς 96 ετών, ευτυχώς ό,τι δεν ξέρεις δεν υπάρχει κι αν υπάρχει θα πρέπει να είναι καλά όπου κι αν είναι. 

Επιστροφή στο σπίτι με τα πόδια μες το ψιλόβροχο, πουθενά ο χωματόδρομος που λέρωνες τα παπούτσια. Ανοίγεις την εξώπορτα και σου φαίνεται ότι έφτασες πολύ γρήγορα, έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που ήσουν μικρός και νόμιζες και τα μικρά μεγάλα. Μόνη εξαίρεση το ψιλόβροχο που πέρασες για καταιγίδα. Ίσως φταίει που οι ηλεκτρικές εκκενώσεις ήταν μόνο δικές σου.