Βρικόλακες

Βρικόλακες, λέξη που στα νορβηγικά μεταφράζεται “αυτοί που περπατούν ξανά στη γη” ορίζοντας κατά κάποιο τρόπο εμάς τους ίδιους που ερχόμαστε, φεύγουμε κι επανερχόμαστε σε ό,τι ορίζει τον κόσμο μας και τον κόσμο των άλλων που συναντιέται με τον δικό μας μέσα από τις ιδέες μας, τις εμμονές μας, τον τρόπο ζωής μας, τις αναμνήσεις που δημιουργούμε ενώ ήδη ζούμε, το αποτύπωμα που αφήνουμε στους γύρω μας όσο υπάρχουμε, μέσα από κάθε μέσο και τρόπο.

Όχι τυχαίο που στους ηθοποιούς υπήρχαν Πιττακή και Καραζήσης, η πρώτη πολύ περισσότερο επιδραστική πάνω μου σε σχέση με τον δεύτερο αλλά και οι δύο είναι ηθοποιοί που μεγαλώσαμε παράλληλα όλα αυτά τα χρόνια που συστηματικά παρακολουθώ θέατρο, κοντά στα 30 σχεδόν. Ήταν αυτό ένα κριτήριο για να προσεγγίσω την παράσταση και σε ό,τι αφορά αυτούς τους συγκεκριμένους δεν έπεσα έξω. Η Ρένη Πιττακή ως χήρα Άλβινγκ εξαιρετική, ο πάστορας Ακύλας Καραζήσης με μια ερμηνεία απολύτως πιστή των υποχρεώσεων που δημιουργούσε ο ρόλος που έπαιζε, αμφότεροι να προσπαθούν να πετύχουν να παίξουν ανθρώπους που το συναίσθημά τους είχε πνιγεί απ΄το καθήκον, κάτι όχι και τόσο εύκολο όταν πρέπει να ισορροπήσει κανείς μεταξύ ψυχρότητας και συγκίνησης.

Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη παράσταση έμοιαζε να είναι αυτό ακριβώς που είναι η δύναμή της, δηλαδή το κείμενο και η ένταση που προκαλεί. Ένα έργο που κανείς δεν ήθελε να ανεβάσει στο θέατρό του όταν πρωτογράφηκε και με τη λογοκρισία να το απαγορεύει σε χώρες με θεατρική κουλτούρα όπως η Μ. Βρεττανία αρκετά χρόνια μετά τη συγγραφή του, μπορεί ακόμη και σήμερα να δημιουργήσει προβληματισμούς και διαφορετικές ερμηνείες πάνω σε θέματα που μας βασανίζουν ακόμη και σήμερα.

Έτσι, η απουσία μουσικής εμπόδιζε κάποιες στιγμές τη ροή του έργου λόγω της συνεχούς προσήλωσης που απαιτούσε η βαθιά ησυχία επί σκηνής, ενέργεια που δημιουργούσε κόπωση στον θεατή, ενώ παράλληλα το συγκεκριμένο στοιχείο σε συνδυασμό με την κλασική απόδοση του κειμένου και παρά τις γενικά καλές ερμηνείες των ηθοποιών, εμπόδιζε την κορύφωση ή όταν αυτή επιτυγχανόταν, ο θεατής είχε ήδη παραδώσει το πνεύμα λόγω του στεγνού περιβάλλοντος όπου εξελισσόταν η παράσταση.

Με σκηνικά που έδιναν ενδιαφέρον για τον τρόπο που όριζαν μινιμαλιστικά και λειτουργικά τους χώρους που κινούνταν οι ηθοποιοί, φωτισμούς που τόνιζαν ή ξεθώριαζαν στιγμές ρόλων από τη φόρτισή τους και κοστούμια που ανταποκρίνονταν στις επιταγές της εποχής και την τάξη εκάστου από τους συμμετέχοντες στο έργο, η παράσταση είχε κάθε δυνατότητα να εμπνεύσει περισσότερο συναίσθημα απ’ ότι τελικά κατάφερε να κάνει. Με όλους τους παραπάνω παράγοντες να επιδρούν θετικά στη ροή του έργου, είναι απορίας άξιο πώς δεν κατάφερνε η παράσταση να διεγείρει τον θεατή που δεν ήταν υποψιασμένος, που δεν είχε τις κεραίες του απολύτως ανοιχτές, που δεν έβλεπε τον εαυτό του ή τη ζωή του μέσα από τους ρόλους και τους διαλόγους που γίνονταν στη σκηνή.

 Σαράντης, Κολλιοπούλου, Μπερικόπουλος σχετικά καλοί στους ρόλους τους σύμφωνα με έναν ιδιότυπο μέσο όρο των τριών χαρακτήρων που ερμήνευαν, με τον καθένα να τα καταφέρνει είτε οριακά καλά (Μπερικόπουλος), είτε οριακά μέτρια (Σαράντης στο ρόλο του Όσβαλντ) είτε ουδέτερα (Κολλιοπούλου) στη μεταφορά επί σκηνής.

Με τις απορίες που υπήρχαν πριν παρακολουθήσω την παράσταση να εξακολουθούν να μένουν απορίες και μετά, μπορώ να τη συστήσω μόνο σε κάποιον που έχει την θεατρική περιέργεια να τη δει από κοντά σε αυτό το θέατρο, με αυτούς τους συντελεστές και σε όποιον έχει την όρεξη να αναμετρηθεί με τους δαίμονες που ξυπνούν από τους Ιψενικούς πρωταγωνιστές βρικόλακες. Οι υπόλοιποι απλά θα κουραστούν. Πολύ.